- ανεπικύρωτος
- -η, -ομη επικυρωμένος, εκείνος που δεν έχει αναγνωριστεί ως έγκυρος από την αρμόδια αρχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επικυρώ (-ώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγέλου Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεπικύρωτος — η, ο αυτός που δεν επικυρώθηκε: Η συμφωνία ήταν ανεπικύρωτη από τη Βουλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβεβαίωτος — η, ο [βεβαιώνω] 1. ο μη βεβαιωθείς, ανεπιβεβαίωτος, ανεξακρίβωτος, ανεπικύρωτος, αναπόδεικτος 2. (για φόρο) αυτός που δεν καθορίστηκε … Dictionary of Greek
αθεώρητος — η, ο (Α ἀθεώρητος, ον) [θεωρῶ] νεοελλ. αυτός που δεν έχει θεωρηθεί, ανεξέταστος, ανεπικύρωτος αρχ. 1. αθέατος, αόρατος 2. αυτός που δεν έχει μελετήσει ή εξετάσει κάτι, ο μη γνώστης σε κάτι 3. ο μη νοήμων … Dictionary of Greek
ακύρωτος — (I) η, ο (Α ἀκύρωτος, ον) αυτός που δεν επικυρώθηκε, που δεν έλαβε κύρος, ο ανεπικύρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κυρῶ, νεοελλ. κυρώνω]. (II) η, ο ο δίχως κύρωση, αυτός για την παράβαση τού οποίου δεν προβλέπεται καμιά ποινή κατά του παραβάτη. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ακύρωτος — η, ο αυτός που δεν κυρώθηκε, ανεπικύρωτος: Η συμφωνία υπογράφηκε, αλλά μένει ακύρωτη από τη Βουλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)